- τυλίγομαι
- τυλίγομαι, τυλίχτηκα, τυλιγμένος βλ. πίν. 22
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
στρίβομαι — στρίβομαι, στρίφτηκα, στριμμένος βλ. πίν. 8 Σημειώσεις: στρίβομαι : η παθητική φωνή χρησιμοποιείται σπάνια, σε σχέση με την ενεργητική, κυρίως με την έννοια → (για νήμα κτλ.) τυλίγομαι γύρω από άλλο ή τυλίγομαι ελικοειδώς γύρω από κάτι κτλ … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εφελίσσω — ἐφελίσσω (Α) (μόνο στον τ. επε(ι)λίσσω*) 1. περιτυλίγω 2. μέσ. ἐφελίσσομαι σύρομαι, στριφογυρίζω πίσω από κάποιον 3. παθ. τυλίγομαι, περιτυλίγομαι («ἐπείλικτο ὥσπερ τὰ βιβλία», Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἑλίσσω] … Dictionary of Greek
κακοεντυλίσσομαι — (Μ) τυλίγομαι με άσχημο τρόπο, κακοδιπλώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακά) + ἐντυλίσσομαι, παθ. ενεστ. τού ἐντυλίσσω*] … Dictionary of Greek
πέφτω — ΝΜ 1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε») 2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου» … Dictionary of Greek
παρασπειρώμαι — άομαι, Α συσπειρώνομαι, κείμαι κουλουριασμένος κοντά σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σπειρῶμαι «συσπειρώνομαι, τυλίγομαι» (πρβλ. συ σπειρώμαι)] … Dictionary of Greek
παρεγκυκλώ — έω, Α εισάγω («παρεγκυκλεῑν τὸ δόγμα τῶν ἰδεῶν», Πορφύρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐγκυκλῶ «περιστρέφω μέσα σε κάτι, τυλίγομαι, φέρω στη σκηνή»] … Dictionary of Greek
πεδικλώ — όω και πεδουλκώ ΝΜ, πεδικλώνω και περδικλώνω και πεδουκλώνω και περδουκλώνω και πεδοκλώνω Ν (για πρόσ. και ζώα) βάζω πέδη ή πέδικλο στα πόδια (και κατ επέκτ. στα χέρια) για να εμποδίσω τις κινήσεις νεοελλ. 1. κάνω κάποιον να πέσει παρεμβάλλοντας… … Dictionary of Greek
περιελίσσω — ΝΜΑ τυλίγω κάτι γύρω από κάτι άλλο νεοελλ. 1. ναυτ. περιβάλλω, τυλίγω με λεπτή δετηρία άλλο χοντρότερο σχοινί, κν. πατερνάρω 2. φρ. «περιελισσόμενα φυτά» τα αναρριχώμενα φυτά αρχ. 1. περιστρέφομαι, κουλουριάζομαι γύρω από κάτι 2. κατασκευάζω γύρω … Dictionary of Greek
περισπειρώ — άω, Α 1. περιτυλίγω κάτι γύρω από κάτι («τὴν ἐσθῆτα τῇ κεφαλῇ περισπειράσας», Πλούτ.) παθ. περισπειρῶμαι, άομαι α) (για φίδια) περιελίσσομαι, κουλουριάζομαι γύρω από κάποιον («δράκοντα περιεσπειραμένον τὸ δέρμα», Διόδ. Σικ.) β) περικυκλώνω,… … Dictionary of Greek